-
1 ασχολια
ἥ1) занятость, недосуг Arst., Dem., Plut.ἀσχολίας οὔσης Thuc. — за отсутствием свободного времени;
ἀσχολίαν ἔχειν или ἄγειν τινός и εἴς τι Xen., περί τινος Plat. и πρός τι Plut. — не иметь времени для чего-л.2) занятие, забота, дело Pind., Lys., Plat., Plut.3) затруднение, помеха, препятствие(ἀσχολίαν παρέχειν τινί Xen., Plat.)
-
2 ασχολία
η занятие, дело, работа; забота, хлопоты;έχω πολλές ασχολιες — иметь много дел, быть очень занятым
-
3 υπεροριος
ион. ὑπερούριος 2 и 3[ὅρος]1) заграничный, зарубежный, иностранный Arst. etc.ἡ ὑ. ἀσχολία Thuc. — иностранные дела, зарубежные интересы
2) внешний, посторонний(λαλιά Aeschin.). - см. тж. ὑπερορία и ὑπερόρια
-
4 ασχόλημα
τό1) предмет занятий; 2) см. ασχολία
См. также в других словарях:
ἀσχολία — ἀσχολίᾱ , ἀσχολία occupation fem nom/voc/acc dual ἀσχολίᾱ , ἀσχολία occupation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίᾳ — ἀσχολίαι , ἀσχολία occupation fem nom/voc pl ἀσχολίᾱͅ , ἀσχολία occupation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασχολία — η (Α ἀσχολία) [άσχολος] 1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία 2. τακτική εργασία, επάγγελμα 3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο αρχ. 1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης,… … Dictionary of Greek
ασχολία — η απασχόληση, δουλειά: Έχει τόσες πολλές ασχολίες, ώστε δεν του μένει καιρός για ξεκούραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσχολίας — ἀσχολίᾱς , ἀσχολία occupation fem acc pl ἀσχολίᾱς , ἀσχολία occupation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίαι — ἀσχολία occupation fem nom/voc pl ἀσχολίᾱͅ , ἀσχολία occupation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίαν — ἀσχολίᾱν , ἀσχολία occupation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολιῶν — ἀσχολία occupation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίαις — ἀσχολία occupation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίη — ἀσχολία occupation fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίην — ἀσχολία occupation fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)